-
1 свеча
1. (стеариновая и т.п.) το κερί, η λαμπάδα 2. тех. ο αναφλεκτήρας, ο σπιν-θηριστήρας, το κήριο, разг. το μπουζίзапальная - см. - зажигания 3. (устаревшее название единицы измерения силы света) το κηρίο, το κερί4. (взлёт самолёта) η κάθετη/απότομη άνοδος (του αεροπλάνου) 5. мед. το υπόθετο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свеча
См. также в других словарях:
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
στερλίνα — (sterling). Αγγλική νομισματική μονάδα. Για πολύ καιρό η σ. κατείχε στη διεθνή σκηνή προνομιούχα θέση, εξαιτίας της πολιτικής και οικονομικής σημασίας της Μ. Βρετανίας στο παγκόσμιο εμπόριο. Εκτός του ότι ήταν το κοινό νόμισμα για τις συναλλαγές… … Dictionary of Greek